υπεξαγωγή

υπεξαγωγή
η / ὑπεξαγωγή, ΝΜΑ [ὑπεξάγω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπεξάγω
νεοελλ.
1. λαθραία αφαίρεση
2. φρ. «υπεξαγωγή εγγράφων»
(νομ.) η σκόπιμη και βλαπτική αλλότριου συμφέροντος απόκρυψη, βλάβη ή καταστροφή εγγράφου το οποίο δεν ανήκει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στον δράστη αυτής τής ενέργειας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπεξαγωγή — η λαθραία εξαγωγή, δόλια αφαίρεση, εξαφάνιση: Υπεξαγωγή δημόσιων εγγράφων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπεξαγωγαῖς — ὑπεξαγωγή withdrawal fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεξαγωγῆς — ὑπεξαγωγή withdrawal fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”